major in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας major in
γ΄ ενικό ενεστώτα majors in
αόριστος majored in
παθητική μετοχή majored in
ενεργητική μετοχή majoring in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
major in < → δείτε τις λέξεις major και in

major in (en)