make into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας make into
γ΄ ενικό ενεστώτα makes into
αόριστος made into
παθητική μετοχή made into
ενεργητική μετοχή making into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
make into < → δείτε τις λέξεις make και into

make into (en)

  • κάνω, γίνομαι, αλλάζω κάποιον ή κάτι σε κάποιον ή κάτι άλλο
    Many single-family homes were made into luxury restaurants.
    Πολλές μονοκατοικίες τις έκαναν πολυτελή εστιατόρια.
    You made your clothes into rags.
    Τα έκανες κουρέλια τα ρούχα σου.
    Glass is made into bottles.
    Το γυαλί γίνεται μπουκάλια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn into