malvenu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
malvenu < mal + venir

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό malvenu malvenus
θηλυκό malvenue malvenues

malvenu (fr)

  1. (για ζώα ή φυτά) που δεν έχει αναπτυχθεί κανονικά
  2. που δεν έχει σοβαρό λόγο να κάνει ή να πει κάτι

Αντώνυμα

[επεξεργασία]