man

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
man men

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

man (en)

  1. ο άνθρωπος
  2. ο άνδρας

Ρήμα[επεξεργασία]

man (en)

  1. επανδρώνω



Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

man αρσενικό (οριστικός τύπος: mani)

  1. μούρο



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

man (nl)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

man (sv)



Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

man (fy)