management

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
management < manage + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmænədʒmənt/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
management managements

management (en)

  1. η διαχείριση, το μάνατζμεντ, η στελέχωση
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διοίκηση, τα άτομα που διευθύνουν και ελέγχουν μια επιχείρηση ή παρόμοιο οργανισμό
    management offices - γραφεία διοίκησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική:



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
management managements

management (en) αρσενικό