mapa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (eu)

  1. χάρτης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (ga) αρσενικό

  1. χάρτης
  2. σφουγγαρίστρα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (es) αρσενικό

  1. χάρτης



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

mapa < λατινική mappa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmapa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (pl) θηλυκό

  1. ο χάρτης



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (pt)

  1. χάρτης



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (sk) θηλυκό

  1. ο χάρτης



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mapa (cs) θηλυκό

  1. ο χάρτης