mare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mare < φραγκική *mara

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maʁ/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mare mares

mare (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mare < mar- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

mare (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mare (it) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mare (la) ουδέτερο

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική măre măria
γενική măris mărium
δοτική mărī măribus
αιτιατική măre măria
κλητική măre măria
αφαιρετική mări măribus
(γ' κλίση)



Επίθετο

[επεξεργασία]

mare (ro)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mare (ro) θηλυκό