mat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mât
      ενικός         πληθυντικός  
mat mats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mat (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 958. ISBN 9780194325684. , λήμμα: χαλάκι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mat (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mat (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mat (pl) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) δίοπος
  2. ματ

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mat (sv)