medikamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- medikamento < medikament + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | medikamento | medikamentoj |
αιτιατική | medikamenton | medikamentojn |
medikamento (eo)
- το φάρμακο