mei

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

mei (la)

  1. προσωπική αντωνυμία
  2. κτητική αντωνυμία
    1. γενική ενικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του meus
    2. ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του meus
Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mei (nl)

Οι μήνες του χρόνου (nl)
januari
februari
maart
april
mei
juni
juli
augustus
september
oktober
november
december