mensogo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensogo | mensogoj |
αιτιατική | mensogon | mensogojn |
mensogo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensogo | mensogoj |
αιτιατική | mensogon | mensogojn |
mensogo (eo)