mille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

mille (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mille (fr) αρσενικό

  1. χίλια
  2. παλιά μόνάδα μέτρησης μήκους, ίση με 5280 πόδια



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

mille (it)