mise en forme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mise en forme → δείτε τις λέξεις mise, en και forme

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
mise en forme mises en forme

mise en forme (fr) θηλυκό