narcisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
narcisse | narcisses |
narcisse (fr) αρσενικό
- (βοτανική) ο νάρκισσος
ενικός | πληθυντικός |
narcisse | narcisses |
narcisse (fr) αρσενικό