narcose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
narcose | narcoses |
narcose (fr) θηλυκό
- η νάρκωση
ενικός | πληθυντικός |
narcose | narcoses |
narcose (fr) θηλυκό