nazaréen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nazaréen nazaréens
θηλυκό nazaréenne nazaréennes

Επίθετο

[επεξεργασία]

nazaréen (fr)

  1. ναζωραίος
  2. μέλος ή σχετικός με καλλιτεχνικό κίνημα Γερμανών ζωγράφων των αρχών του 19ου αιώνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]