neige

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Neige
      ενικός         πληθυντικός  
neige neiges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

neige (fr) θηλυκό

  1. το χιόνι
  2. neige artificielle - τεχνητό χιόνι που χρησιμοποιείται για την εξάσκηση των σκιέρ των χιονοδρομικών κέντρων ή στον κινηματογράφο
  3. (κατ' αναλογία) η σκόνη της κοκαΐνης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]