nigger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nigger niggers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nigger (en)

  1. (υβριστικό, χυδαίο, αργκό, ρατσιστικό) ο νέγρος, ο αράπης, ο σκυλάραπας
  2. προτακτικό πολλών μειωτικών, υβριστικών συνθέτων ή χαλαρών σύνθετων

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η χρήση της λέξης αυτής, ιδιαίτερα από λευκούς, θεωρείται εξαιρετικά προσβλητική και ρατσιστική

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]