observatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
observatoire observatoires

observatoire (fr) αρσενικό

  1. το παρατηρητήριο
  2. το αστεροσκοπείο