oleo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oleo < ole + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oleo (eo)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oleo < olo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ed- (μυρίζω)

oleo

  1. όζω, βγάζω οσμή
  2. μυρίζω
  3. φανερώνω, προδίδω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]