olmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

olmak (tr)

  1. είμαι
  2. γίνομαι
    Ne oldu? - Τι έγινε; (τι νέα; πώς είσαι;)