omega

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

omega (en)

  1. ωμέγα
  2. (μαθηματικά) ο πρώτος άπειρος διατακτικός αριθμός

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Στα Μαθηματικά και συγκεκριμένα στη Μαθηματική Λογική, ο πρώτο άπειρος διατακτικός αριθμός συμβολίζεται με ή και με (ωμέγα με υποδείκτη 0). Ο πρώτος μη αριθμήσιμος διατακτικός αριθμός συμβολίζεται με . Γενικότερα μπορεί κάποιος να ορίσει άπειρους διατακτικούς αριθμούς , κτλ.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

omega (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ωμέγα