oseille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
oseille oseilles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

oseille (fr) θηλυκό

  1. (φυτό) το ξινολάπαθο, το λάπατο
     συνώνυμα: surelle
  2. (οικείο) το παραδάκι