père supérieur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

père supérieur (fr)

Le père supérieur de l'abbaye : ο ηγούμενος της μονής.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

mère supérieure