pétition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pétition < λατινική petitio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ti.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pétition pétitions

pétition (fr) θηλυκό

  1. η υποβολή, η κατάθεση αίτησης, το ψήφισμα
  2. η αναφορά σε ανώτερη αρχή

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]