pace out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας pace out
γ΄ ενικό ενεστώτα paces out
αόριστος paced out
παθητική μετοχή paced out
ενεργητική μετοχή pacing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pace out < → δείτε τις λέξεις pace και out

pace out (en)

  • μετρώ περπατώντας μια απόσταση σε βήματα
    I paced out the distance/the room.
    Μέτρησα την απόσταση/το δωμάτιο.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]