paid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

paid (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πληρώνομαι, για ένα άτομο που λαμβάνει χρήματα για να κάνει δουλειά
    He will get paid for his work.
    Θα πληρωθεί για τη δουλειά του.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

paid (en)

Πηγές[επεξεργασία]