papier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Papier

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
papier papiers

papier (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papier (nl) ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

papier < γερμανική Papier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papier (pl) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

papier (sk)