parko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parko | parkoj |
αιτιατική | parkon | parkojn |
parko (eo)
- το πάρκο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parko | parkoj |
αιτιατική | parkon | parkojn |
parko (eo)