participe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
participe < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paʁ.ti.sip/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
participe participes

participe (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]