partie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]partie (fr) θηλυκό
- παρτίδα, ματς, παιχνίδι, αγώνας
- καβγάς, μονομαχία
- αντίπαλος
- μέρος (τόπου, συνόλου, μουσικό), τμήμα
- κλάδος, πεδίο δράσης
- πάρτι
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]partie (pl)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του partia