pass for

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας pass for
γ΄ ενικό ενεστώτα passes for
αόριστος passed for
παθητική μετοχή passed for
ενεργητική μετοχή passing for

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pass for < → δείτε τις λέξεις pass και for

pass for (en)

  • περνάω, γίνομαι δεκτός ως κάποιος ή κάτι
    He passes for an expert.
    Περνάει/Περνιέται για ειδικός.