person

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Person
      ενικός         πληθυντικός  
person persons / people
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)
persons είναι (επίσημο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

person (en)

  1. το πρόσωπο, το άτομο, ένας άνθρωπος ως άτομο
    Who is that person?
    Ποιος είν' αυτό το πρόσωπο;
    Do you remember the person we met in…
    Θυμάσαι το πρόσωπο που συναντήσαμε…
    He is a good person.
    Είναι καλό άτομο.
    How many people will be at the table?
    Πόσα άτομα θα είναι στο τραπέζι;
    five euros per person - πέντε ευρώ το άτομο/κατά άτομο
    He’s a good person.
    Είναι καλός άνθρωπος.
  2. (γραμματική) το πρόσωπο
    in the third person singular - στο τρίτο πρόσωπο ενικού



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

person (eo)