personnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

personnel (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
personnel < personel < δημώδης λατινική, personalis

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό personnel personnels
θηλυκό personnelle personnelles

personnel (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
personnel personnels

personnel (fr) αρσενικό