phalange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
phalange | phalanges |
phalange (fr) θηλυκό
- η φάλαγγα
ενικός | πληθυντικός |
phalange | phalanges |
phalange (fr) θηλυκό