phalange

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.lɑ̃ːʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phalange phalanges

phalange (fr) θηλυκό