phonétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ.ne.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phonétique phonétiques

phonétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό