pick apart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pick apart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks apart |
αόριστος | picked apart |
παθητική μετοχή | picked apart |
ενεργητική μετοχή | picking apart |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pick apart (en)
- κομματιάζω, χωρίζω σε κομμάτια, αποσπώ κομμάτι
- αναλύω, κριτικάρω (συνήθως αρνητικά)