pit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pit pits

pit (en)

  1. κουκούτσι
  2. λάκκος
ενεστώτας pit
γ΄ ενικό ενεστώτα pits
αόριστος pitted
παθητική μετοχή pitted
ενεργητική μετοχή pitting

pit (en)

  • γεμίζω με βαθουλώματα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pit (ca) αρσενικό