plante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plante plantes

plante (fr) θηλυκό

  1. το φυτό
  2. το πέλμα
  3. (οικείο) το λάθος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • c'est une belle plante: είναι μια ομορφιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη planter