please

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας please
γ΄ ενικό ενεστώτα pleases
αόριστος pleased
παθητική μετοχή pleased
ενεργητική μετοχή pleasing

please (en)

  1. ευχαριστώ κάποιον, τον κάνω να νιώσει όμορφα, τον ικανοποιώ
  2. επιθυμώ

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

please (en)

  1. σε (ή σας) παρακαλώ!