plunge into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας plunge into
γ΄ ενικό ενεστώτα plunges into
αόριστος plunged into
παθητική μετοχή plunged into
ενεργητική μετοχή plunging into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plunge into < → δείτε τις λέξεις plunge και into

plunge into (en)

  1. ρίχνομαι, πηδάω σε κάτι, ειδικά με δύναμη
    He plunged into the water to save the child.
    Ρίχτηκε στο νερό να σώσει το παιδί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jump
  2. ρίχνω, κάνω κάποιον ή κάτι να βιώσει κάτι δυσάρεστο
    He plunged the country into civil war.
    Έριξε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο.