poche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: poché

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poche poches

poche (fr) θηλυκό

  1. τσέπη
  2. (στα νότια της Γαλλίας) σακούλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]