podanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

podanie < podać

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

podanie (pl) ουδέτερο

  1. η ενέργεια του δίνω, το δόσιμο
  2. η αίτηση
  3. λογοτέχνημα αντίστοιχο της παραλογής
  4. (αθλητισμός) η πάσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]