polymerase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
polymerase < polymer + -ase (μαρτυρείται από το 1948)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
polymerase polymerases

polymerase (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. polymerase - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)