pons

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pons (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pons pontēs
γενική pontis pontum
δοτική pontī pontibus
αιτιατική pontem pontēs
κλητική pons pontēs
αφαιρετική ponte pontibus
(γ' κλίση)