possess
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | possess |
γ΄ ενικό ενεστώτα | possesses |
αόριστος | possessed |
παθητική μετοχή | possessed |
ενεργητική μετοχή | possessing |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]possess (en)