postulo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: postuló, postulò

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
postulo < postul(i) + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /posˈtu.lo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική postulo postuloj
αιτιατική postulon postulojn

postulo (eo)