potion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

potion (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

potion (fr) θηλυκό