provençal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | provençal | provençaux |
θηλυκό | provençale | provençales |
Επίθετο
[επεξεργασία]provençal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | provençal | provençaux |
θηλυκό | provençale | provençales |
provençal (fr)