proximity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɹɑkˈsɪ.mɪ.ti/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proximity (en) (μη μετρήσιμο)

  • (επίσημο) η εγγύτητα, το να είναι κάτι κοντά
    geographic proximity - γεωγραφική εγγύτητα
    the proximity of Ancient Greek to common Modern Greek - η εγγύτητα της αρχαίας ελληνικής με την κοινή νεοελληνική
    ideological/political proximity - ιδεολογική/πολιτική εγγύτητα
    If you live in close proximity to an airport…
    Αν ζεις πολύ κοντά σ' ένα αεροδρόμιο…